- προσεξευρήκαμεν
- προσεξευρίσκωfind outperf ind act 1st pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεξευρίσκω — Α [ἐξευρίσκω] 1. εξευρίσκω, εφευρίσκω επί πλέον («πολλῶν... κακῶν τῇ φύσει τῇ τῶν ἀνθρώπων ὑπαρχόντων αὐτοὶ πλείω... προσεξευρήκαμεν», Iσοκρ.) 2. ανακαλύπτω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek